Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΤΑΣΟΣ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ

 





-Γειά σου ρε Τάσο γίγαντα. Έτσι χαιρετούσα έναν φίλο Μακεδόνα ποδοσφαιριστή, όταν βρισκόμασταν στο γήπεδο.

-Γειά σου ρε Χαμουτζή μου απαντούσε εκείνος, στον χαιρετισμό μου.

Αυτό γινόταν επί χρόνια. Κάποια φορά θα ΄ταν στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, που ξανά σμίξαμε σε ένα γήπεδο, έγινε το εξής.

-Γειά σου ρε Τάσο γίγαντα, του είπα κατά την συνήθεια που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας. Τότε αυτός, με έπιασε από τον καρπό του χεριού, με κοίταξε στα μάτια και είπε.

-Γειά σου κα σένα ρε καρντασάκο και με έφερε κοντά του, με αγκάλιασε και μου είπε.

-Από σήμερα για μένα είσαι καρντάσης. Όμως, πες μου, το έχω απορία, γιατί με λες γίγαντα;

Τον πήρα "αλά μπρατσέτα" και του είπα την εξής προσωπική μου ιστορία.

Ήμουν δεν ήμουν έξι χρονών κα παραθέριζα στο σπίτι του παππού μου στη Λήμνο, από όπου κατάγομαι. Ο παππούς Δημητρός είχε φτιάξει ένα ξύλινο δώμα στην σοφίτα και κοιμόμουν εκεί όταν με φιλοξενούσε.

Ένα βράδυ, δε μου κόλλαγε ύπνος και έβγαλα όλη την βραδιά ακουμπισμένος στο πρεβάζι του παραθύρου. Χάραζε, όταν άρχισα να βγαίνουν οι κότες, ο κόκορας, η γάτα, λίγο μετά ο σκύλος και δυο γαλόπουλα στην αυλή. Τα κοίταζα και χαμογελούσα. Κοιτώντας όμως, στο βάθος της αυλής, νόμισα πως είδα μία γιγάντια ανθρώπινη φιγούρα. Έτριψα τα μάτια μου. Ναι, ήταν γίγαντας που ερχόταν προς το μέρος μου. Τα ζωάκια δεν φοβήθηκαν, παραδόξως, παραμέρισαν για να περάσει ο γίγαντας. Αλλά, ούτε κι εγώ φοβήθηκα. 

Ήρθε και έβαλε το πρόσωπο του στο παράθυρο. Είχε ένα παιδικό πρόσωπο, αθώο και γελαστό. Άνοιξα το παράθυρο και του ίσιωσα μία τούφα από τα μαλλιά του που είχε πέσει στο μέτωπό του. Αυτός, άπλωσε την χούφτα του και μου είπε.

-Έλα να σου δείξω κάτι.

Ανέβηκα στην παλάμη του και με έβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου του.

-Εδώ θα είσαι ασφαλής, μου είπε.

Με δύο δρασκελιές βρεθήκαμε έξω από το χωριό. Με δύο άλλες βρεθήκαμε πάνω σε ένα ύψωμα.

-Κοίταξε κάτω, μου λέει. 

Κοιτάζω. Τι όμορφη πόλη. Ήταν κτισμένη δίπλα σε μία λίμνη. Ένας μεγάλος και πλατύς ποταμός χώριζε την πόλη στη μέση. Ισόγειες μονοκατοικίες όλες το ίδιο, με αυλή και περίφραξη από παράξενα λουλούδια. Μία ησυχία βασίλευε, παρόλο που υπήρχε κίνηση.

-Σ΄ αρέσει εδώ; Μου είπε ο γίγαντας. Εδώ είναι η χώρα μου.

-Πάρα πολύ.

-Θέλεις να μείνεις εδώ;

-Δεν μπορώ, του απάντησα, γιατί δεν είμαι γίγαντας.

-Ποιος το είπε αυτό; Εσύ όταν μεγαλώσεις θα γίνεις γίγαντας. Για αυτό σε έφερα εδώ, για να δεις ότι αυτό το μέρος είναι για σένα. 

Τότε εγώ τον έπιασα από τον γιακά και του είπα.

-Δεν θέλω να γίνω γίγαντας.

-Και τι θέλεις;

- Να με κάνεις να βλέπω τους γίγαντες, όταν θα μεγαλώσω.

-Και από τότε Τάσο, είπα στον φίλο μου, βλέπω ανά διαστήματα γίγαντες γύρω μου. Έτσι είδα κι εσένα. 

Ο Τάσος με κοίταξε στα μάτια και μου είπε.

-Καρντάσι, τον γίγαντα μόνο ένας άλλος γίγαντας τον βλέπει κι έφυγε βιαστικά γιατί τους κάλεσε ο γυμναστής για ένα τελευταίο ζέσταμα.

Υ.Γ Αντί μνημόσυνου, στη μνήμη του φίλου μου, τον αδελφό μου, τον Τάσο τον γίγαντα που έφυγε πρόσφατα για την γιγαντοχώρα. 




Δημήτρης Παρίσης

dimitrisparisis@hotmail.com


www.facebook.com/Αθλόραμα-1700213963607105

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου